εμμένω

εμμένω
(αόρ. ενέμεινα) αμετ. настаивать; отстаивать; настойчиво утверждать; твёрдо придерживаться (чего-л.); оставаться верным (чему-л.);

εμμένω στη γνώμη μου (στην άποψή μου) — настаивать на своём мнении (на своей точке зрения);

εμμένω στούς όρκους μου — оставаться верным своей клятве;

εμμένω εις — б, τι λέγω — не отступать от сказанного, твёрдо стоять на своём;

εμμένω εις αρχάς — быть принципиальным


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εμμένω" в других словарях:

  • ἐμμένω — abide in pres subj act 1st sg ἐμμένω abide in pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμένω — εμμένω, ενέμεινα βλ. πίν. 178 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐμμενῶ — ἐμμένω abide in fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμένω — (AM ἐμμένω) μένω σταθερός, αμετακίνητος σε κάτι («εμμένω στην αρχική μου πρόταση», «ὁρκίοισι ἐμμενέειν», Ηρόδ.) αρχ. 1. διαμένω, ζω κάπου 2. (για συνθήκες, νόμους κ.λπ.) μένω αμετακίνητος, διαρκώ («ἐμμεῑναι τὸν νόμον», Πλάτ.) 3. παραμένω από… …   Dictionary of Greek

  • εμμένω — ενέμεινα, αμτβ., μένω σε κάτι σταθερός ή πιστός: Εμμένω στις απόψεις μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμμένετε — ἐμμένω abide in pres imperat act 2nd pl ἐμμένω abide in pres ind act 2nd pl ἐμμένω abide in imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμένῃ — ἐμμένω abide in pres subj mp 2nd sg ἐμμένω abide in pres ind mp 2nd sg ἐμμένω abide in pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνμένετε — ἐμμένω abide in pres imperat act 2nd pl ἐμμένω abide in pres ind act 2nd pl ἐμμένω abide in imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμεινάντων — ἐμμένω abide in aor part act masc/neut gen pl ἐμμένω abide in aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμεμενηκότα — ἐμμένω abide in perf part act neut nom/voc/acc pl ἐμμένω abide in perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμεμένηκε — ἐμμένω abide in perf imperat act 2nd sg ἐμμένω abide in perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»